ἐπαληθείς
Look at other dictionaries:
ἐπαληθείς — ἐπαλάομαι wander about aor part mp masc nom/voc sg (attic ionic) ἐπαλάομαι wander about aor part mp masc nom/voc sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαλώμαι — ἐπαλῶμαι, άομαι (Α) (αποθ.) περιπλανώμαι («πόλλ ἐπαληθεὶς ἠγαγόμην ἐν νηυσί», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλάομαι, ώμαι «περιπλανώμαι»] … Dictionary of Greek